- ομοτροφία
- ὁμοτροφία, ἡ (Α) [ομότροφος]το να είναι κάποιος ομότροφος, η κοινή ανατροφή, η συμβίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοτροφίας — ὁμοτροφίᾱς , ὁμοτροφία a being reared together fem acc pl ὁμοτροφίᾱς , ὁμοτροφία a being reared together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)